- τριχοτομώ
- (I)τριχοτομῶ, -έω, ΝΑδιαιρώ σε τρία μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + -τομῶ (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο-τομῶ].————————(II)τριχοτομῶ, -έω, ΝΑαποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο-τομῶ].
Dictionary of Greek. 2013.